- ευνουχόπουλος
- εὐνουχόπουλος, ό και εὐνουχόπουλον, τὸ (Μ)νεαρός ευνούχος, ακόλουθος και παρακοιμώμενος επίσημων προσώπων ή γυναικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνούχος + -πουλος «μικρός, παιδί» (< λατ. pullus «νεοσσός, πώλος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.